-
1 κατάῤ-ῥυτος
κατάῤ-ῥυτος, von obenher begossen, bewässert; νάπη χιόνι κατάῤῥυτα ποταμίᾳ Eur. Tr. 1067, vgl. Androm. 914; κῆπος El. 777; γῆ ἔνδροσός τε καὶ κατάῤῥυτος Ael. H. A. 10, 37. – Auch = abschüssig, Pol. 28, lg, 3; – angespült, angeschlämmt, vom Nildelta, Her. 2, 16.
См. также в других словарях:
κατάρρυτος — η, ο (Α κατάρρυτος, και κατάρυτος, ον) αυτός που διαρρέεται από πολλά νερά, αυτός που ποτίζεται άφθονα (α. «κατάρρυτος αγρός» β. «γῆ ἔνδροσός τε καὶ κατάρρυτος», Αιλ.) αρχ. 1. αυτός που ρέει προς τα κάτω 2. αυτός που έχει κατακλυστεί από νερά 3.… … Dictionary of Greek